Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαδαρότης
πλαδάρωσις
πλαδάω
πλαδδιάω
πλάδος
πλάζω
πλάζω2
πλαθά
πλαθανίτης
πλάθανον
πλάθω
πλαίσιον
πλαισιόω
πλακάς
πλακερός
Πλάκιδος
πλάκινος
πλακίον
πλακίς
πλακίτης
πλακόεις
View word page
πλάθω
to approach, draw near

ShortDef

to approach, draw near

Debugging

Headword:
πλάθω
Headword (normalized):
πλάθω
Headword (normalized/stripped):
πλαθω
IDX:
70282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70283
Key:

Data

{'content': 'to approach, draw near'}