Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαδαρός
πλαδαρότης
πλαδάρωσις
πλαδάω
πλαδδιάω
πλάδος
πλάζω
πλάζω2
πλαθά
πλαθανίτης
πλάθανον
πλάθω
πλαίσιον
πλαισιόω
πλακάς
πλακερός
Πλάκιδος
πλάκινος
πλακίον
πλακίς
πλακίτης
View word page
πλάθανον
a mould

ShortDef

a mould

Debugging

Headword:
πλάθανον
Headword (normalized):
πλάθανον
Headword (normalized/stripped):
πλαθανον
IDX:
70281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70282
Key:

Data

{'content': 'a mould'}