Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλάγος
πλαγυφύλαξ
πλαδαρόομαι
πλαδαρός
πλαδαρότης
πλαδάρωσις
πλαδάω
πλαδδιάω
πλάδος
πλάζω
πλάζω2
πλαθά
πλαθανίτης
πλάθανον
πλάθω
πλαίσιον
πλαισιόω
πλακάς
πλακερός
Πλάκιδος
πλάκινος
View word page
πλάζω2
[> πλάσσω]
ShortDef
to make to wander
[> πλάσσω]
Debugging
Headword:
πλάζω2
Headword (normalized):
πλάζω
Headword (normalized/stripped):
πλαζω2
IDX:
70278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70279
Key:
Data
{'content': '[> πλάσσω]'}