Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαγκτύς
πλάγος
πλαγυφύλαξ
πλαδαρόομαι
πλαδαρός
πλαδαρότης
πλαδάρωσις
πλαδάω
πλαδδιάω
πλάδος
πλάζω
πλάζω2
πλαθά
πλαθανίτης
πλάθανον
πλάθω
πλαίσιον
πλαισιόω
πλακάς
πλακερός
Πλάκιδος
View word page
πλάζω
to make to wander

ShortDef

to make to wander
[> πλάσσω]

Debugging

Headword:
πλάζω
Headword (normalized):
πλάζω
Headword (normalized/stripped):
πλαζω
IDX:
70277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70278
Key:

Data

{'content': 'to make to wander'}