Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαγιόω
Πλάγκος
Πλαγκταί
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλάγος
πλαγυφύλαξ
πλαδαρόομαι
πλαδαρός
πλαδαρότης
πλαδάρωσις
πλαδάω
πλαδδιάω
πλάδος
πλάζω
πλάζω2
πλαθά
πλαθανίτης
πλάθανον
View word page
πλαδαρός
wet, damp

ShortDef

wet, damp

Debugging

Headword:
πλαδαρός
Headword (normalized):
πλαδαρός
Headword (normalized/stripped):
πλαδαρος
IDX:
70271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70272
Key:

Data

{'content': 'wet, damp'}