Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλαγιοτομία
πλαγιοφορέομαι
πλαγιοφύλαξ
πλαγιοχαίτης
πλαγιόω
Πλάγκος
Πλαγκταί
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλάγος
πλαγυφύλαξ
πλαδαρόομαι
πλαδαρός
πλαδαρότης
πλαδάρωσις
πλαδάω
πλαδδιάω
πλάδος
πλάζω
View word page
πλαγκτύς
wandering
ShortDef
wandering
Debugging
Headword:
πλαγκτύς
Headword (normalized):
πλαγκτύς
Headword (normalized/stripped):
πλαγκτυς
IDX:
70267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70268
Key:
Data
{'content': 'wandering'}