Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαγιόσκελος
πλαγιότης
πλαγιοτομία
πλαγιοφορέομαι
πλαγιοφύλαξ
πλαγιοχαίτης
πλαγιόω
Πλάγκος
Πλαγκταί
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
πλάγος
πλαγυφύλαξ
πλαδαρόομαι
πλαδαρός
πλαδαρότης
πλαδάρωσις
πλαδάω
πλαδδιάω
View word page
πλαγκτός
wandering, roaming

ShortDef

wandering, roaming

Debugging

Headword:
πλαγκτός
Headword (normalized):
πλαγκτός
Headword (normalized/stripped):
πλαγκτος
IDX:
70265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70266
Key:

Data

{'content': 'wandering, roaming'}