Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιον
πλάγιος
πλαγιόσκελος
πλαγιότης
πλαγιοτομία
πλαγιοφορέομαι
πλαγιοφύλαξ
πλαγιοχαίτης
πλαγιόω
Πλάγκος
Πλαγκταί
πλαγκτήρ
πλαγκτός
πλαγκτοσύνη
πλαγκτύς
View word page
πλαγιοτομία
oblique incision

ShortDef

oblique incision

Debugging

Headword:
πλαγιοτομία
Headword (normalized):
πλαγιοτομία
Headword (normalized/stripped):
πλαγιοτομια
IDX:
70257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70258
Key:

Data

{'content': 'oblique incision'}