Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιον
πλάγιος
πλαγιόσκελος
πλαγιότης
πλαγιοτομία
πλαγιοφορέομαι
πλαγιοφύλαξ
πλαγιοχαίτης
πλαγιόω
Πλάγκος
View word page
πλαγιόμματος
with oblique eyes, squinting

ShortDef

with oblique eyes, squinting

Debugging

Headword:
πλαγιόμματος
Headword (normalized):
πλαγιόμματος
Headword (normalized/stripped):
πλαγιομματος
IDX:
70252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70253
Key:

Data

{'content': 'with oblique eyes, squinting'}