Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιον
πλάγιος
πλαγιόσκελος
πλαγιότης
πλαγιοτομία
πλαγιοφορέομαι
πλαγιοφύλαξ
View word page
πλαγιοβάτης
walking obliquely

ShortDef

walking obliquely

Debugging

Headword:
πλαγιοβάτης
Headword (normalized):
πλαγιοβάτης
Headword (normalized/stripped):
πλαγιοβατης
IDX:
70249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70250
Key:

Data

{'content': 'walking obliquely'}