Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνείκαστος
ἀνεικής
ἀνεικόνιστος
ἄνεικος
ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
ἀνείλημα
ἀνείλησις
ἀνειλιγμένως
ἀνείλιξις
ἀνείλλω
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνειμένος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνεῖπον
ἀνείργω
ἄνειρξις
View word page
ἀνείλλω
shrink up
ShortDef
shrink up
Debugging
Headword:
ἀνείλλω
Headword (normalized):
ἀνείλλω
Headword (normalized/stripped):
ανειλλω
IDX:
7024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7025
Key:
Data
{'content': 'shrink up'}