Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιον
πλάγιος
πλαγιόσκελος
πλαγιότης
πλαγιοτομία
πλαγιοφορέομαι
View word page
πλαγίαυλος
the cross-aulos
ShortDef
the cross-aulos
Debugging
Headword:
πλαγίαυλος
Headword (normalized):
πλαγίαυλος
Headword (normalized/stripped):
πλαγιαυλος
IDX:
70248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70249
Key:
Data
{'content': 'the cross-aulos'}