Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιον
πλάγιος
πλαγιόσκελος
πλαγιότης
πλαγιοτομία
View word page
πλαγιαυλίζω
play upon the crossaulos

ShortDef

play upon the crossaulos

Debugging

Headword:
πλαγιαυλίζω
Headword (normalized):
πλαγιαυλίζω
Headword (normalized/stripped):
πλαγιαυλιζω
IDX:
70247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70248
Key:

Data

{'content': 'play upon the crossaulos'}