Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιον
πλάγιος
πλαγιόσκελος
View word page
πλαγιάζω
to turn sideways

ShortDef

to turn sideways

Debugging

Headword:
πλαγιάζω
Headword (normalized):
πλαγιάζω
Headword (normalized/stripped):
πλαγιαζω
IDX:
70245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70246
Key:

Data

{'content': 'to turn sideways'}