Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιον
πλάγιος
View word page
πλαγγών
wax-puppet, doll
ShortDef
wax-puppet, doll
Debugging
Headword:
πλαγγών
Headword (normalized):
πλαγγών
Headword (normalized/stripped):
πλαγγων
IDX:
70244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70245
Key:
Data
{'content': 'wax-puppet, doll'}