Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
πλάγιον
View word page
πλάγγος
eagle

ShortDef

eagle

Debugging

Headword:
πλάγγος
Headword (normalized):
πλάγγος
Headword (normalized/stripped):
πλαγγος
IDX:
70243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70244
Key:

Data

{'content': 'eagle'}