Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
πλαγιόμματος
View word page
πλαγγόνιον
ointment

ShortDef

ointment

Debugging

Headword:
πλαγγόνιον
Headword (normalized):
πλαγγόνιον
Headword (normalized/stripped):
πλαγγονιον
IDX:
70242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70243
Key:

Data

{'content': 'ointment'}