Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
πλαγιοβάτης
πλαγιόκαρπος
πλαγιόκαυλος
View word page
πίων
fat, plump

ShortDef

fat, plump

Debugging

Headword:
πίων
Headword (normalized):
πίων
Headword (normalized/stripped):
πιων
IDX:
70241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70242
Key:

Data

{'content': 'fat, plump'}