Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
πλαγίαυλος
View word page
πιτύστεπτος
pine-crowned

ShortDef

pine-crowned

Debugging

Headword:
πιτύστεπτος
Headword (normalized):
πιτύστεπτος
Headword (normalized/stripped):
πιτυστεπτος
IDX:
70238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70239
Key:

Data

{'content': 'pine-crowned'}