Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
πλαγιαυλίζω
View word page
πίτυς
the pine, stone pine

ShortDef

the pine, stone pine

Debugging

Headword:
πίτυς
Headword (normalized):
πίτυς
Headword (normalized/stripped):
πιτυς
IDX:
70237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70238
Key:

Data

{'content': 'the pine, stone pine'}