Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
πλαγιάζω
πλαγιασμός
View word page
πιτύς
pine
ShortDef
pine
Debugging
Headword:
πιτύς
Headword (normalized):
πιτύς
Headword (normalized/stripped):
πιτυς
IDX:
70236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70237
Key:
Data
{'content': 'pine'}