Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
πλαγγών
View word page
πιτυρόομαι
to be affected with pityriasis (a skin disease)

ShortDef

to be affected with pityriasis (a skin disease)

Debugging

Headword:
πιτυρόομαι
Headword (normalized):
πιτυρόομαι
Headword (normalized/stripped):
πιτυροομαι
IDX:
70234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70235
Key:

Data

{'content': 'to be affected with pityriasis (a skin disease)'}