Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
πλαγγόνιον
πλάγγος
View word page
πίτυρον
the husks of grain, bran

ShortDef

the husks of grain, bran

Debugging

Headword:
πίτυρον
Headword (normalized):
πίτυρον
Headword (normalized/stripped):
πιτυρον
IDX:
70233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70234
Key:

Data

{'content': 'the husks of grain, bran'}