Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
πίων
View word page
πιτύρισμα
dandruff

ShortDef

dandruff

Debugging

Headword:
πιτύρισμα
Headword (normalized):
πιτύρισμα
Headword (normalized/stripped):
πιτυρισμα
IDX:
70231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70232
Key:

Data

{'content': 'dandruff'}