Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
πιφαύσκω
View word page
πιτυρίς
small

ShortDef

small

Debugging

Headword:
πιτυρίς
Headword (normalized):
πιτυρίς
Headword (normalized/stripped):
πιτυρις
IDX:
70230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70231
Key:

Data

{'content': 'small'}