Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτύινος
πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
πιτυώδης
View word page
πιτυρίζω
become coated with bran

ShortDef

become coated with bran

Debugging

Headword:
πιτυρίζω
Headword (normalized):
πιτυρίζω
Headword (normalized/stripped):
πιτυριζω
IDX:
70229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70230
Key:

Data

{'content': 'become coated with bran'}