Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεικάζομαι
ἀνεικαιότης
ἀνείκαστος
ἀνεικής
ἀνεικόνιστος
ἄνεικος
ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
ἀνείλημα
ἀνείλησις
ἀνειλιγμένως
ἀνείλιξις
ἀνείλλω
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνειμένος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνεῖπον
View word page
ἀνειλιγμένως
explicitly
ShortDef
explicitly
Debugging
Headword:
ἀνειλιγμένως
Headword (normalized):
ἀνειλιγμένως
Headword (normalized/stripped):
ανειλιγμενως
IDX:
7022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7023
Key:
Data
{'content': 'explicitly'}