Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πιτύεια
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
πιτύστεπτος
View word page
πιτυρίας
made with bran

ShortDef

made with bran

Debugging

Headword:
πιτυρίας
Headword (normalized):
πιτυρίας
Headword (normalized/stripped):
πιτυριας
IDX:
70228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70229
Key:

Data

{'content': 'made with bran'}