Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτύδιον
Πιτύεια
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
πιτύς
πίτυς
View word page
πιτυοτρόφος
growing pines

ShortDef

growing pines

Debugging

Headword:
πιτυοτρόφος
Headword (normalized):
πιτυοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
πιτυοτροφος
IDX:
70227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70228
Key:

Data

{'content': 'growing pines'}