Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πίτταξις
Πιτύας
πιτύδιον
Πιτύεια
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
πιτυρώδης
View word page
πιτυοκάμπη
a stinging

ShortDef

a stinging

Debugging

Headword:
πιτυοκάμπη
Headword (normalized):
πιτυοκάμπη
Headword (normalized/stripped):
πιτυοκαμπη
IDX:
70225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70226
Key:

Data

{'content': 'a stinging'}