Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πιττακός
πίτταξις
Πιτύας
πιτύδιον
Πιτύεια
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
πίτυρον
πιτυρόομαι
View word page
πιτυόεις
abounding in pine-trees

ShortDef

abounding in pine-trees

Debugging

Headword:
πιτυόεις
Headword (normalized):
πιτυόεις
Headword (normalized/stripped):
πιτυοεις
IDX:
70224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70225
Key:

Data

{'content': 'abounding in pine-trees'}