Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιττακίζω
πιττάκιον
Πιττακός
πίτταξις
Πιτύας
πιτύδιον
Πιτύεια
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
πιτυροειδής
View word page
πιτυλίζω
practise regular swinging of the arms
ShortDef
practise regular swinging of the arms
Debugging
Headword:
πιτυλίζω
Headword (normalized):
πιτυλίζω
Headword (normalized/stripped):
πιτυλιζω
IDX:
70222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70223
Key:
Data
{'content': 'practise regular swinging of the arms'}