Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιττακιάρχης
πιττακίζω
πιττάκιον
Πιττακός
πίτταξις
Πιτύας
πιτύδιον
Πιτύεια
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
πιτυρίζω
πιτυρίς
πιτύρισμα
View word page
πιτυλεύω
to ply the plashing oar

ShortDef

to ply the plashing oar

Debugging

Headword:
πιτυλεύω
Headword (normalized):
πιτυλεύω
Headword (normalized/stripped):
πιτυλευω
IDX:
70221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70222
Key:

Data

{'content': 'to ply the plashing oar'}