Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνειδωλοποιέω
ἀνεικάζομαι
ἀνεικαιότης
ἀνείκαστος
ἀνεικής
ἀνεικόνιστος
ἄνεικος
ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
ἀνείλημα
ἀνείλησις
ἀνειλιγμένως
ἀνείλιξις
ἀνείλλω
ἀνείλυστος
ἀνειμάρθαι
ἀνειμένος
ἀνειμένως
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
View word page
ἀνείλησις
penning up, confinement

ShortDef

penning up, confinement

Debugging

Headword:
ἀνείλησις
Headword (normalized):
ἀνείλησις
Headword (normalized/stripped):
ανειλησις
IDX:
7021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7022
Key:

Data

{'content': 'penning up, confinement'}