Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτνάω
πίτνημι
Πιττάκειος
πιττακιάρχης
πιττακίζω
πιττάκιον
Πιττακός
πίτταξις
Πιτύας
πιτύδιον
Πιτύεια
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
πιτυρίας
View word page
Πιτύεια
Pityeia

ShortDef

Pityeia

Debugging

Headword:
Πιτύεια
Headword (normalized):
πιτύεια
Headword (normalized/stripped):
πιτυεια
IDX:
70218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70219
Key:

Data

{'content': 'Pityeia'}