Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πίτναμι
πιτνάω
πίτνημι
Πιττάκειος
πιττακιάρχης
πιττακίζω
πιττάκιον
Πιττακός
πίτταξις
Πιτύας
πιτύδιον
Πιτύεια
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
πιτυοκάμπη
πιτυοκάμπτης
πιτυοτρόφος
View word page
πιτύδιον
pitydia
ShortDef
pitydia
Debugging
Headword:
πιτύδιον
Headword (normalized):
πιτύδιον
Headword (normalized/stripped):
πιτυδιον
IDX:
70217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70218
Key:
Data
{'content': 'pitydia'}