Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιτεύω
Πιτθεύς
Πιτθηΐς
πίτναμι
πιτνάω
πίτνημι
Πιττάκειος
πιττακιάρχης
πιττακίζω
πιττάκιον
Πιττακός
πίτταξις
Πιτύας
πιτύδιον
Πιτύεια
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
πίτυλος
πιτυόεις
View word page
Πιττακός
Pittacus

ShortDef

Pittacus

Debugging

Headword:
Πιττακός
Headword (normalized):
πιττακός
Headword (normalized/stripped):
πιττακος
IDX:
70214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70215
Key:

Data

{'content': 'Pittacus'}