Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πίσυνος
Πιτανήτης
πιτεύω
Πιτθεύς
Πιτθηΐς
πίτναμι
πιτνάω
πίτνημι
Πιττάκειος
πιττακιάρχης
πιττακίζω
πιττάκιον
Πιττακός
πίτταξις
Πιτύας
πιτύδιον
Πιτύεια
πιτύινος
πιτυΐς
πιτυλεύω
πιτυλίζω
View word page
πιττακίζω
attach a label to

ShortDef

attach a label to

Debugging

Headword:
πιττακίζω
Headword (normalized):
πιττακίζω
Headword (normalized/stripped):
πιττακιζω
IDX:
70212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70213
Key:

Data

{'content': 'attach a label to'}