Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιστωτικός
πίσυγγος
πισυνος
πίσυνος
Πιτανήτης
πιτεύω
Πιτθεύς
Πιτθηΐς
πίτναμι
πιτνάω
πίτνημι
Πιττάκειος
πιττακιάρχης
πιττακίζω
πιττάκιον
Πιττακός
πίτταξις
Πιτύας
πιτύδιον
Πιτύεια
πιτύινος
View word page
πίτνημι
to spread out

ShortDef

to spread out

Debugging

Headword:
πίτνημι
Headword (normalized):
πίτνημι
Headword (normalized/stripped):
πιτνημι
IDX:
70209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70210
Key:

Data

{'content': 'to spread out'}