Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιστωτής
πιστωτικός
πίσυγγος
πισυνος
πίσυνος
Πιτανήτης
πιτεύω
Πιτθεύς
Πιτθηΐς
πίτναμι
πιτνάω
πίτνημι
Πιττάκειος
πιττακιάρχης
πιττακίζω
πιττάκιον
Πιττακός
πίτταξις
Πιτύας
πιτύδιον
Πιτύεια
View word page
πιτνάω
spread out, extend
ShortDef
spread out, extend
Debugging
Headword:
πιτνάω
Headword (normalized):
πιτνάω
Headword (normalized/stripped):
πιτναω
IDX:
70208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70209
Key:
Data
{'content': 'spread out, extend'}