Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πίστρα
πίστωμα
πίστωσις
πιστωτέος
πιστωτής
πιστωτικός
πίσυγγος
πισυνος
πίσυνος
Πιτανήτης
πιτεύω
Πιτθεύς
Πιτθηΐς
πίτναμι
πιτνάω
πίτνημι
Πιττάκειος
πιττακιάρχης
πιττακίζω
πιττάκιον
Πιττακός
View word page
πιτεύω
irrigate
ShortDef
irrigate
Debugging
Headword:
πιτεύω
Headword (normalized):
πιτεύω
Headword (normalized/stripped):
πιτευω
IDX:
70204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70205
Key:
Data
{'content': 'irrigate'}