Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πίστωσις
πιστωτέος
πιστωτής
πιστωτικός
πίσυγγος
πισυνος
πίσυνος
Πιτανήτης
πιτεύω
Πιτθεύς
Πιτθηΐς
πίτναμι
πιτνάω
πίτνημι
Πιττάκειος
View word page
πίσυγγος
shoemaker

ShortDef

shoemaker

Debugging

Headword:
πίσυγγος
Headword (normalized):
πίσυγγος
Headword (normalized/stripped):
πισυγγος
IDX:
70200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70201
Key:

Data

{'content': 'shoemaker'}