Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιστοποιέω
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πίστωσις
πιστωτέος
πιστωτής
πιστωτικός
πίσυγγος
πισυνος
πίσυνος
Πιτανήτης
πιτεύω
Πιτθεύς
Πιτθηΐς
πίτναμι
View word page
πιστωτέος
to be warranted

ShortDef

to be warranted

Debugging

Headword:
πιστωτέος
Headword (normalized):
πιστωτέος
Headword (normalized/stripped):
πιστωτεος
IDX:
70197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70198
Key:

Data

{'content': 'to be warranted'}