Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιστόν
πιστοποιέω
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πίστωσις
πιστωτέος
πιστωτής
πιστωτικός
πίσυγγος
πισυνος
πίσυνος
Πιτανήτης
πιτεύω
Πιτθεύς
Πιτθηΐς
View word page
πίστωσις
assurance, confirmation

ShortDef

assurance, confirmation

Debugging

Headword:
πίστωσις
Headword (normalized):
πίστωσις
Headword (normalized/stripped):
πιστωσις
IDX:
70196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70197
Key:

Data

{'content': 'assurance, confirmation'}