Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιστολογευτής
πιστόν
πιστοποιέω
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πίστωσις
πιστωτέος
πιστωτής
πιστωτικός
πίσυγγος
πισυνος
πίσυνος
Πιτανήτης
πιτεύω
Πιτθεύς
View word page
πίστωμα
an assurance, warrant, guarantee, pledge
ShortDef
an assurance, warrant, guarantee, pledge
Debugging
Headword:
πίστωμα
Headword (normalized):
πίστωμα
Headword (normalized/stripped):
πιστωμα
IDX:
70195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70196
Key:
Data
{'content': 'an assurance, warrant, guarantee, pledge'}