Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
πιστόν
πιστοποιέω
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πίστωσις
πιστωτέος
πιστωτής
πιστωτικός
πίσυγγος
πισυνος
πίσυνος
Πιτανήτης
View word page
πιστόω
to make trustworthy

ShortDef

to make trustworthy

Debugging

Headword:
πιστόω
Headword (normalized):
πιστόω
Headword (normalized/stripped):
πιστοω
IDX:
70193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70194
Key:

Data

{'content': 'to make trustworthy'}