Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιστικός
πιστικός2
πίστιον
Πίστιος
πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
πιστόν
πιστοποιέω
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πίστωσις
πιστωτέος
πιστωτής
πιστωτικός
View word page
πιστός2
to be trusted
ShortDef
liquid (medicines)
to be trusted
Debugging
Headword:
πιστός2
Headword (normalized):
πιστός
Headword (normalized/stripped):
πιστος2
IDX:
70189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70190
Key:
Data
{'content': 'to be trusted'}