Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
πιστικός2
πίστιον
Πίστιος
πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
πιστόν
πιστοποιέω
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστόω
πίστρα
πίστωμα
πίστωσις
πιστωτέος
View word page
πιστοποιέω
accredit, confirm

ShortDef

accredit, confirm

Debugging

Headword:
πιστοποιέω
Headword (normalized):
πιστοποιέω
Headword (normalized/stripped):
πιστοποιεω
IDX:
70187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70188
Key:

Data

{'content': 'accredit, confirm'}