Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
πιστικός2
πίστιον
Πίστιος
πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
πιστόν
πιστοποιέω
πιστός
πιστός2
πιστότης
πιστόφρων
πιστοφύλαξ
πιστόω
View word page
πίστις
trust, belief; pledge, security

ShortDef

trust, belief; pledge, security

Debugging

Headword:
πίστις
Headword (normalized):
πίστις
Headword (normalized/stripped):
πιστις
IDX:
70183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70184
Key:

Data

{'content': 'trust, belief; pledge, security'}