Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
πιστικός2
πίστιον
Πίστιος
πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
πιστόν
πιστοποιέω
πιστός
πιστός2
πιστότης
View word page
πιστικός2
faithful
ShortDef
liquid
faithful
Debugging
Headword:
πιστικός2
Headword (normalized):
πιστικός
Headword (normalized/stripped):
πιστικος2
IDX:
70180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70181
Key:
Data
{'content': 'faithful'}